- καταρραδιουργώ
- -έωπροσπαθώ να βλάψω κάποιον με ραδιουργίες, κατασυκοφαντώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥαδιουργῶ «φέρομαι με δολιότητα, διαβάλλω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.